- μπεηλίκι
- και βεηλίκι, το1. η ιδιότητα, το αξίωμα τού μπέη2. τρόπος συμπεριφοράς που αρμόζει σε μπέη, σε άρχοντα3. (κατ' επέκτ.) α) αλαζονική συμπεριφοράβ) κρατική εξουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπέης + κατάλ. -λίκι (πρβλ. αρα-λίκι)].
Dictionary of Greek. 2013.